- σαρακατσάνικος
- και σαρακατσαναίικος και σαρακατσανέικος, -η, -ο, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρακατσαναίους («σαρακατσαναίικα έθιμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρακατσανέικος — η, ο, Ν βλ. σαρακατσάνικος … Dictionary of Greek
σαρακατσαναίικος — η, ο, Ν βλ. σαρακατσάνικος … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα … Dictionary of Greek